- αψώνιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν ψωνίστηκε, που δεν αγοράστηκε2. εκείνος που δεν ψώνισε, που δεν αγόρασε ψώνια3. (για πόρνη) αυτή που δεν βρήκε πελάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αψώνιστος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος που δεν ψωνίστηκε, δεν αγοράστηκε: Η ώρα περνούσε κι είχε αψώνιστα πολλά πράγματα. 2. αυτός που δεν ψώνισε: Τα μαγαζιά θα κλειναν κι εκείνος ήταν αψώνιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)